- αγαθόπιστος
- -η, -οαυτός που καλοπροαίρετα ή αβασάνιστα πιστεύει τα λόγια τών άλλων, εύπιστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαθὸς + πιστός < πείθω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγαθόπιστος — η, ο ο ευκολόπιστος, ο αφελής: Ήταν αγαθόπιστος, γι αυτό πολλές φορές τον ξεγελούσαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγαθοπιστία — η [αγαθόπιστος] το να πιστεύει κανείς καλοπροαίρετα ή αβασάνιστα ό,τι τού λένε, ευπιστία … Dictionary of Greek
αγαθός — ή, ό (Α ἀγαθός, ή, όν) καλός, χρηστός, ενάρετος νεοελλ. 1. καλόψυχος, άκακος 2. υπερβολικά εύπιστος, αφελής, ανόητος 3. το ουδ. ως ουσ. το αγαθό* αρχ. 1. συνετός, φρόνιμος 2. ευγενής στην καταγωγή 3. γενναίος, ανδρείος 4. αυτός που έχει επίδοση… … Dictionary of Greek